- ἐπίχαρμα
- -ατος τό N 3 1-0-0-0-4=5 Ex 32,25; Jdt 4,12; Sir 6,4; 18,31; 42,11object of malicious joyCf. LE BOULLUEC 1989, 326
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] … Dictionary of Greek
ἐπίχαρμα — object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίχαρμα — ἐπίχαρμα , ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαρμάτων — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρμασιν — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρματα — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՅՊՆ — ( ) NBH 1 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c գ. Որպէս տճկ. ա՛յպ, այը՛պ Ամօթ. ամօթալի պակասութիւն. առիթ այպանութեան. խայտառակ ինչ. խաղքութիւն. ... αἱσχρόν, αἷσχος probrum, probrosum, turpitudo, dedecus, pudor… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՏՆՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0526 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ἑπίχαρμα, ἑπίχαρσις insultatio, ludibrium. որ եւ ՈՏՆԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ. Ոտնհարելն. ոտնհար լինելն. չարախնդացութիւն. այպանք. ծաղր. *Յանցեաւ ժողովուրդն, քանզի յանցոյց զնոսա ահարոն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)